μουστέριος

μουστέριος
-α, -ο
φρ. «μουστέρια λιθοτεχνία» — λιθοτεχνία που παραδοσιακά συνδέεται με τον άνθρωπο τού Νεάτερνταλ στην Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια τού πρώτου τετάρτου τής παγετώδους εποχής, αλλ. μουστιαία λιθοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousterien < Le Μoustier, σπήλαιο στη νοτιοανατολική Γαλλία, όπου πραγματοποιήθηκαν οι αρχαιολογικές έρευνες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • μουστιαίος — α, ο φρ. «μουστιαία λιθοτεχνία» η μουστέρια λιθοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερος όρος για το μουστέριος*] …   Dictionary of Greek

  • μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”